πάροιστρος

πάροιστρος
-ον, Α
ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ.
β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πάροιστρος — frenzied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίστρου — πάροιστρος frenzied masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίστρους — πάροιστρος frenzied masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάροιστρα — πάροιστρος frenzied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”